αδελφοφάς

αδελφοφάς
και αδερφοφάς, ο
βλ. αδελφοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση τού ο μετά το α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελφοφάγος — και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο 1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του 2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία τού αδελφού του 3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος 4. αδελφοδιώχτης (1, 2). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”